- βωλήτης
- βωλήτης,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βωλίτης — και βωλήτης, ο (Α) είδος μύκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βωλήτης είναι δάνειο από το λατ. bōlētus, το οποίο μαρτυρείται από την εποχή του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκτός από τον βωλήτη όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
ԹՆՋՈՒԿ — ( ) NBH 1 0815 Chronological Sequence: Unknown date գ. βωλήτης boletus, fungi genus Որպէս Ազգ սնկոյ. մանթար: Գաղիան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)